Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Θες, δε θες, θα είμαι η θέα σου!...








Είναι ένα πλαστικό πατάκι του 1980, της ΠΛΑΣΤΟΜΕΡ!
Το μόνο που αδικήθηκε πολύ απ' την μάχη "του πέτα"!
Βγήκε απ' το σπίτι με προορισμό τα σκουπίδια, ένα συναισθηματικό κλικ, απαίτησε φωτογράφιση, μια στάση για "τιμή" στον κήπο, κόλλησαν δυο φανάρια... κι έμεινε ακόμα, εκεί, δίπλα, στα όρθια... περιμένοντας άλλη μέρα, πιο ψυχρή, εκτός κι αν φυτρώσει και βγάλει νέα πλαστικά πατάκια....

Έχει μεγάλη ιστορία αυτό το πλαστικό πατάκι!

Ας την πω, για τις γοργονούλες μου....

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα κορίτσι από χωριό που δεν είχε λεφτά για να σπουδάσει, αλλά ούτε όμως και μυαλό!
Πήγε στην Αθήνα για τρεις μήνες, δούλεψε στην Κολούμπια, αλλά της έλειπε πολύ η μαμά της, που ήταν μόνη της στο χωριό.
Θα μπορούσε να πάει και στην Αφρική, εκεί που έχει τίγρεις και θηρία, εκεί που ήταν οι αδελφές της, αλλά, όχι επειδή φοβόταν τα θηρία, αλλά επειδή της έλειπε η μαμά της, που ήταν μόνη στο χωριό, δεν πήγε!
Έτσι, γύρισε στον Βόλο και μια ωραία μέρα, βρήκε δουλειά και χάρηκε πολύ!
Έπρεπε να είναι στις 7 το πρωί, εκεί, στο Εργοστάσιο, αλλιώς, πάει η δουλειά και τα λεφτά και το "κοντά" στο χωριό και στην μαμά!
Το Εργοστάσιο ήταν στην Βιομηχανική Περιοχή του Βόλου! Ούτε που ήξερε το κορίτσι, τότε, πόσο μακριά ήταν!
Γι' αυτό, την πρώτη μέρα, πήρε ταξί και πήγε πολύ νωρίτερα, για να την πάρει το αφεντικό!
Ήταν πολύ χαρούμενη!Θα μάζευε λεφτά, θα βοηθούσε την μαμά, θα την έπαιρνε κοντά της, θα νοίκιαζαν μόνες τους σπίτι! Τι χαρά!
Ήταν νύχτα! Χειμώνας και τότε αργεί ο ήλιος να βγει.
Ήταν αυθόρμητο κορίτσι, ανοιχτό και καλόκαρδο.
Κάθισε στο πίσω κάθισμα του ταξί και έγιναν φίλοι με τον ταξιτζή!
Του εξομολογήθηκε την χαρά της, δεν ήταν άλλωστε κρυφή! Βρήκε δουλειά!
Εκείνος την συνεχάρηκε, την ρώτησε από που είναι, της είπε κι ότι ήταν όμορφη!
Το κορίτσι τον ευχαρίστησε, του είπε ότι είναι από χωριό, δηλαδή την Ζαγορά, είπαν κι άλλα χαρούμενα πράγματα, ώσπου έφτασαν!
"Εδώ, είναι!" της είπε.
Τότε, εκείνη, τον πλήρωσε, κι εκείνος, που το κορίτσι τον θεώρησε φίλο, τής κράτησε το χέρι και δεν την άφηνε να βγει απ' το αυτοκίνητο!
"Μα, πού θα πας; Κάτσε εδώ! Είναι μαύρα σκοτάδια έξω! Πού θα καθίσεις μόνη σ' αυτή την ερημιά;"
Τότε, το κορίτσι που κατάλαβε ότι αυτός ο κύριος, δεν ήταν καλός, ούτε φίλος, τον έσπρωξε, άνοιξε  την πόρτα και άρχισε να τρέχει στην ερημιά, ώσπου κρύφτηκε πίσω από κάποια βαρέλια του εργοστασίου.
Ο κακός φίλος την κυνήγησε για λίγο, μα μετά την έχασε... και μάλλον έφυγε!
Το φοβισμένο κορίτσι έμεινε για πολλή ώρα κρυμμένο και εμφανίστηκε στο αφεντικό, μόνο όταν άκουσε κι άλλες γυναικίες φωνές να  πλησιάζουν στο Εργοστάσιο.
Εκεί, δεν είπε τίποτα, σε κανέναν!
Δεν ήταν άλλωστε φίλοι της! Άγνωστοι άνθρωποι ήταν κι εκείνοι!
Σε αγνώστους δεν λέμε πολλά, ούτε αφήνουμε να μας αγκαλιάζουν ή να μας χαϊδεύουν!

...Κι ύστερα, το αφεντικό, αφού την είδε δραστήρια, της έμαθε πως να αναλάβει να γεμίζει με πλαστικό χόρτο, δέκα μηχανές που θα κάνουν πλαστικά πατάκια, σαν κι αυτό της φωτογραφίας, αλλά με πολλά χρώματα! Και κόκκινα και ροζ και απ' όλα τα χρώματα και άλλα σχέδια, πολλά!

Ήταν δύσκολη δουλειά, το κορίτσι κουράζονταν πολύ, μα δεν το έλεγε! Είχε ανάγκη την δουλειά, πολύ, γι' αυτό έκανε υπομονή! Μεγάλη υπομονή!

Όταν έφυγε, ανέλαβε τις μηχανές, ειδικός μηχανικός! Πού είχε και λαδερά και λάδωνε τα μηχανήματα, γιατί μπερδεύονταν τα καλαμάκια και δεν έβγαζαν ωραία σχέδια!

Μετά, το κορίτσι βρήκε άλλη δουλειά, μα με τα λεφτά της, αγόρασε ένα πλαστικό πατάκι για ενθύμιο!
Αυτό, της φωτογραφίας! Μάλλον θα ήταν πιο φτηνό, γιατί ποτέ δεν της άρεσε το καφέ!

.... Ξέχασα όμως, να σας πω, πως αυτό το κορίτσι, μετά πήγαινε στην δουλειά με το λεωφορείο! Εκεί στην στάση, μάλιστα, έβρισκε κι έναν φίλο, που μετά, τον αγάπησε και έγινε ο άντρας της!

Μία μέρα, ο φίλος της, πήρε το πλαστικό πατάκι και το πήγε δώρο στην δική του μαμά, στο χωριό, χωρίς να την ρωτήσει!
Εκείνη, στεναχωρέθηκε, θα ήθελε να το δώσει στη δική της τη μαμά, αλλά, αφού πρόλαβε και το χάρισε, αφού της έδωσε χαρά, χάρηκε κι αυτή!

Εκείνη το έστρωνε με καμάρι, το δώρο του γιού της!
....Όμως, όταν μια μέρα... το κορίτσι έγινε νύφη της και έμαθε πως είναι δικό της... το έκρυψε και η νύφη, το κορίτσι, δηλαδή, δεν το ξαναείδε!

...Πέρασαν πολλά πολλά χρόνια! Το κορίτσι με το αγόρι παντρεύτηκαν και έκαναν και δυο παιδάκια!
Η μαμά του κοριτσιού, που τόσο αγαπούσε, γέρασε, αρρώστησε και πέθανε.
Αργότερα πολύ, αρρώστησε και η μαμά και ο μπαμπάς του αγοριού και πέθαναν κι αυτοί!
Το μεγάλο αγόρι και το μεγάλο κορίτσι πια, έμειναν χωρίς γονείς!
Πονέσανε, ναι! Πολύ!

....Κι ύστερα, ήρθε μια μέρα που έπρεπε να αδειάσουν το σπίτι στο χωριό του αγοριού, του μεγάλου αγοριού, του άντρα της.

Το χαιρέτησαν, ίσως, για τελευταία φορά και πήραν ότι απέμεινε σ' αυτό το σπίτι και το ήθελαν...
Κάπου εκεί, σε πολύ συγκηντικές στιγμές και σκηνές, το κορίτσι είδε κρυμμένο πίσω από μια παλιά ντουλάπα, το πλαστικό πατάκι της!

Ήταν σαν καινούργιο! Το πήρε σπίτι της, με πολλή μεγάλη χαρά! Της θύμιζε τόσα πολλά, άλλωστε!

... Δεν είχε που να το στρώσει, όμως! Αυτό το πλαστικό πατάκι ήταν για χωριό, κι όχι τώρα, παλιά!!!

...Ώσπου βρήκε ένα γατάκι, την Ελπίδα!
Η Ελπίδα είχε σπιτάκι στο μπαλκόνι, κοιμόταν και μέσα στο σπίτι, αλλά το μπαλκόνι της κουζίνας ήταν ο χώρος της, για την άμμο της, την επαφή με την φύση.
Τον χειμώνα το κορίτσι, η μεγάλη κυρία, πια, αγόρασε όμορφες ψάθες, για να κόβει το κρύο, να μην κρυώνει η Ελπίδα, όταν χαζεύει εκεί, να μη φαίνεται και όταν κάνει τα κακά της!
Η Ελπίδα όμως, έπαιζε με τις ψάθες  τις καλαμωτές, ώσπου τις χάλασε! Έξυνε συνέχεια τα νύχια της εκεί, έπαιζε με τα καλαμάκια, γέμιζε και το μπαλκόνι!

Κι έτσι, μια μέρα, η κυρία, τις πέταξε! Είπε: "Δεν ξανα-αγοράζω άλλες!"
Τότε θυμήθηκε το πλαστικό πατάκι! Σκέφτηκε ότι ήταν πλαστικό και θα άντεχε τα νύχια της!
Το έβαλε λοιπόν στην γωνία, στα κάγκελα!
Η Ελπίδα βρήκε την χαρά της, όπως την βρήκε και η κυρία, γιατί δεν γέμιζε το μπαλκόνι καλαμάκια και γιατί το έβλεπε, επιτέλους, να είναι χρήσιμο σε κάτι, αυτό το αγαπημένο και ιστορικό πλαστικό πατάκι!

....Όμως... για όσο καιρό το είχε εκεί, δεν ήταν όμορφο...
Κάποιοι γείτονες το κοίταζαν παράξενα...
Η κυρία όμως, όπως και η Ελπίδα, το αγαπούσαν πολύ!
Η κυρία, κάθε φορά που έβλεπε να το κοιτούν παράξενα, σκέφτονταν:
"Θες, δε θες, θα είμαι η θέα σου! Όπως είσαι εσύ, η δικιά μου και την δέχομαι!"

... Έτσι συμβαίνει με τους γείτονες. Πρέπει να "δέχονται", όσο γίνεται, την θέα του άλλου...
Να τον αγαπάνε με την καρδιά του, γι' αυτό που έχει να "δείξει" την συγκεκριμένη στιγμή....
Πάντα θα υπάρχει κάποιος λόγος που η θέα του γείτονα δε θα είναι όμορφη...

Αν είναι όμως όμορφη η καρδιά μας, κάποια άλλη στιγμή, όλα θα γίνουν πιο όμορφα!

Η Ελπίδα για Χ λόγους, μετακόμισε σε σπίτι φίλου μας.
Το πατάκι το έκοψε ο ήλιος το καλοκαίρι, (πόσο ν' αντέξει;) περιμένει να βρω την δύναμη να το αποχαιρετήσω... για πάντα!

...Νομίζω πως είμαστε πιά, έτοιμοι και οι δυο μας, γι' αυτό το τελευταίο ΑΝΤΙΟ!

...Κι ύστερα, έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!...

Υγ. Αυτή η φράση: "Θες, δε θες, θα είμαι η θέα σου!" έχει γράψει και πολύ καλές συνθήκες, με τα τριαντάφυλλά μου, στο χωριό!
Μεγάλο κεφάλαιο η θέα του γείτονα, αν δεν ταιριάζει με την δικιά μας! Και μιλάω οικονομικά! Όχι για θέμα γούστου! Π.χ., εγώ ζωγραφίζω το τσιμέντο, γιατί δεν έφτασε το δάνειο να βάλω πλάκες!
Δόξα τω Θεώ, καλό γούστο, έχουμε όλοι μας!

Τέλος το παραμύθι μου! Αύριο οι διορθώσεις! Ώρα για ύπνο! Είχα μια πολύ αγχωτική μέρα, ήθελα να προλάβω πολλά, αφού "ξεπέταξα" και τα ενθύμια, μια χαρά!


3 σχόλια:

  1. ... εκπληκτικό... η Κατερίνα... εδώ... <3... λάικ...
    (πόσο δενόμαστε καμμιά φορά.. με αντικείμενα...!!)...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εγώ παραδένομαι, Λαμπρινή και κάποτε πρέπει να το κόψω! <3

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το πατάκι είχε και συνέχεια! Δε θυμάμαι σε ποιο μπλογκ είναι γραμμένη.
    Το πήρε απ' τα σκουπίδια μια άλλη γειτόνισσα και το έστρωσε πίσω, στην αυλή της, που ήταν και θέα μου!
    Τα γράφω αλλού. Μην επαναλαμβάνομαι.
    Τλευταία φορά που το είδα, ήταν στην κηδεία του άντρα της, στην κυρίως πόρτα του σπιτιού της, για να σκουπίζει ο κόσμος τις λάσπες του, γιατί είχε βρέξει...
    Κάπου εκεί έξω, καθόμουνα κι εγώ, και δεν ήξερα για "τι" απ' όλα έκλαιγα.
    Ζήτησα απ' τα παιδιά (κρυφά), με το φως της ημέρας... να πετάξουν το πατάκι...
    Τα "πέταξαν" όλα, εύκολα...

    Τα κομάτια ζωής, εννοώ. (τα δικά μου. δε χωράει ανάπτυξη.βρέθηκα τυχαίως, εδώ.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Το "κάτι" που μένει...