Κεντημένα κύματα
...και για να τελειώνω με τις δικές μου αφηγήσεις, ώς παιδί υπηρέτρια, κι επειδή ξεκίνησε το θέμα εδώ και με ρωτούν στο προφορικό, κάποιοι φίλοι, μιας και ποτέ δεν το έγραψα πουθενά, ούτε ποτέ το εξήγησα σε πολλούς, ευκαιρία είναι, να γράψω τώρα, τσάκα - τσάκα, πως και γιατί το έσκασα!
Μου έλειπε η μάννα, δεν το συζητάμε!
Στα δυο χρόνια, την είδα δυο φορές! Έλεος!
Οι θείοι μ' αγαπούσαν, μα ο θείος έριχνε πολύ ξύλο!
Ειδικά, όταν έπινε πολύ.
Αιωνία του η μνήμη, τον συγχώρεσα, γιατί ήταν "ο τρόπος", να μάθω γράμματα! Δεν το συζητώ!
Πολύ ξύλο όμως, για το πιο απλό πράγμα.
"Πώς τον 'λέγαν τον μπαμπά σου;" ερώτηση εκεί που τρώγαμε. "Δημήτρη ή Δημητράκη;"
"Δημητράκη!" απαντούσε το 8αχρονο, που δεν είχε πια μπαμπά και είχε πεθάνει απ' τα 4.
"Πάρε, για να μάθεις!"
Κάτω απ' το τραπέζι, απ' τις φάπες και τις κλωτσιές, μαζί με την φασουλάδα.
Πήγα στην β' τάξη, καλοκαίρι στον Βόλο, όχι κοντά στην μάννα.
Πήγα γ' τάξη, είχαμε μια πολύ καλή δασκάλα, δε θυμάμαι ονόματα, ούτε από συμμαθητές, εκτός από δυο τρεις. (Ότι θάβει η μνήμη για χρόνια, ξεχνιέται.)
Μας έμαθε να κεντάμε. Μας είπε να πάρουμε ένα χοντρό κέντημα και μας έδειξε, όχι την σταυροβελονιά, το άλλο. (την μία φορά, δεν το θυμάμαι τώρα, κόλλησα.)
Με πήγαν οι δικοί μου, γιατί στις απαιτήσεις του σχολείου, ήταν τύπος και υπογραμμός, και γενικά, στο "φαίνεσθε", παραπέρα...
Διάλεξα λοιπόν ένα κέντημα (έψαξα στο γκουγκλ, δεν βρήκα παρόμοιο, μα με βοηθάει αυτή η φώτο, στα άκρα της) που είχε κύματα, σε μπλε αποχρώσεις, γεμάτος, όλος οχοντρός καμβάς.
(Τελειωμένο, θα ήταν ένα υπέροχο κεντημένο κυματιστό μαξιλάρι!)
Το χάρηκα πολύ, κεντούσα τα διάφορα χρώματα, το είχα φτάσει σχεδόν στη μέση, το πήγαινα και στο σχολείο, να το δει η δασκάλα και να μου βάλει 10 και στο μάθημα της χειροτεχνίας!
Απ' την πολλή χαρά και τον σεβδά, όμως, το έχασα μια ωραία μέρα!
Ν' ανοίξει η γη, να με καταπιεί!
Έκλαιγα, έψαχνα στον δρόμο, δεν το βρήκα.
Στην σκέψη ότι σίγουρα θα φάω πάλι πολύ ξύλο, ξύπνησε η πονηριά, μέσα μου.
"Πού είναι το κέντημα;"
"Μου το πήρε η δασκάλα, να το τελειώσει εκείνη! Μου είπε ότι της άρεσε και ότι θέλει να με βοηθήσει, κι εγώ να διαβάζω κι άλλα "Προς την Νίκην"!
Με πιστέψαν οι δικοί μου, γλύτωσα το ξύλο, λέγοντας ψέματα.
Κάποια μέρα:
"Πρέπει να της τελείωσαν οι κλωστές της δασκάλας σου. Να την ρωτήσεις και να πας μ' αυτά τα λεφτά, να πάρεις κι άλλες!"
"Πήγες; Πήρες; Τις έδωσες;"
"Τις πήρα, τις έδωσα!"
Εγώ με τα λεφτά έπαιρνα σοκολάτες, καραμέλες, κ.λ.π. Νομίζω, τότε πρωτοπήρα φάκελο και γραμματόσημο και έστειλα γράμμα στη μάννα, γιατί της έγραφα κάθε βράδυ, μα τα έσκιζα και τα πέταγα το πρωί, στον μακρύ δρόμο για το σχολείο, σα σημάδια, μη χαθώ, όταν γυρίζω.
(Τότε δεν υπήρχαν σπίτια εκεί. Ελαιώνες και αμυγδαλιές, μόνο.)
Κι ήρθε ο καιρός που πλησίαζαν να κλείσουν τα σχολεία.
Εγώ ξέροντας πως το κέντημά μου θα έλειπε απ' την Έκθεση του σχολείου και θα το μάθαιναν οι δικοί μου, έκλαιγα πριν μέρες, για το ξύλο που θα έτρωγα.
Ήθελα την μαμά μου, ήθελα να πάω γρήγορα στην μαμά μου και δεν έτρωγα. Πονούσαν κοιλιές, πονούσαν όλα!
Ανησύχησαν οι δικοί μου:
"Θα πας σε δυο μέρες και θα μείνεις όλο το καλοκαίρι! Κάνε δυο μέρες υπομονή, να πάρουμε το ενδεικτικό, να πάρουμε και το κέντημα!"
"Όχι, αύριο θέλω να πάω!"
Δε θυμάμαι πολλά πάνω σ' αυτό, πως πείστηκαν τόσο εύκολα και κανόνισαν και έφυγα, παραμονή!
Πήγα στη μάννα, χώθηκα στην αγκαλιά της, κι από τότε, δεν ξαναέφαγα ξύλο, ούτε ξαναείδα τον θείο!
Ο ξάδελφος, ο γιος του που ήταν φαντάρος, πήρε άδεια και ήρθε στο χωριό να μάθει: "γιατί έφυγα, γιατί!"
Κρυβόμουνα κι από κείνον, δεν του απάντησα, ποτέ, ακόμα, κι όταν μεγάλωσα.
Έφερε στην μάννα το 10 του ενδεικτικού μου για την Τετάρτη τάξη, όχι όμως τα κύματά μου!
Δεν έμαθα ποτέ την σκηνή της αντίδρασης της δασκάλας και των δικών μου, όταν το έμαθαν!
Αντρέπομαι, μα... ήμουνα παιδί, κι άλλο ξύλο, δεν άντεχε το κορμάκι μου!
Πολλά τα ψέματα, παπά μου, μα...
...Κι είμαι εδώ και σας τα γράφω, τώρα και πήγε 4:16!
...και για να τελειώνω με τις δικές μου αφηγήσεις, ώς παιδί υπηρέτρια, κι επειδή ξεκίνησε το θέμα εδώ και με ρωτούν στο προφορικό, κάποιοι φίλοι, μιας και ποτέ δεν το έγραψα πουθενά, ούτε ποτέ το εξήγησα σε πολλούς, ευκαιρία είναι, να γράψω τώρα, τσάκα - τσάκα, πως και γιατί το έσκασα!
Μου έλειπε η μάννα, δεν το συζητάμε!
Στα δυο χρόνια, την είδα δυο φορές! Έλεος!
Οι θείοι μ' αγαπούσαν, μα ο θείος έριχνε πολύ ξύλο!
Ειδικά, όταν έπινε πολύ.
Αιωνία του η μνήμη, τον συγχώρεσα, γιατί ήταν "ο τρόπος", να μάθω γράμματα! Δεν το συζητώ!
Πολύ ξύλο όμως, για το πιο απλό πράγμα.
"Πώς τον 'λέγαν τον μπαμπά σου;" ερώτηση εκεί που τρώγαμε. "Δημήτρη ή Δημητράκη;"
"Δημητράκη!" απαντούσε το 8αχρονο, που δεν είχε πια μπαμπά και είχε πεθάνει απ' τα 4.
"Πάρε, για να μάθεις!"
Κάτω απ' το τραπέζι, απ' τις φάπες και τις κλωτσιές, μαζί με την φασουλάδα.
Πήγα στην β' τάξη, καλοκαίρι στον Βόλο, όχι κοντά στην μάννα.
Πήγα γ' τάξη, είχαμε μια πολύ καλή δασκάλα, δε θυμάμαι ονόματα, ούτε από συμμαθητές, εκτός από δυο τρεις. (Ότι θάβει η μνήμη για χρόνια, ξεχνιέται.)
Μας έμαθε να κεντάμε. Μας είπε να πάρουμε ένα χοντρό κέντημα και μας έδειξε, όχι την σταυροβελονιά, το άλλο. (την μία φορά, δεν το θυμάμαι τώρα, κόλλησα.)
Με πήγαν οι δικοί μου, γιατί στις απαιτήσεις του σχολείου, ήταν τύπος και υπογραμμός, και γενικά, στο "φαίνεσθε", παραπέρα...
Διάλεξα λοιπόν ένα κέντημα (έψαξα στο γκουγκλ, δεν βρήκα παρόμοιο, μα με βοηθάει αυτή η φώτο, στα άκρα της) που είχε κύματα, σε μπλε αποχρώσεις, γεμάτος, όλος οχοντρός καμβάς.
(Τελειωμένο, θα ήταν ένα υπέροχο κεντημένο κυματιστό μαξιλάρι!)
Το χάρηκα πολύ, κεντούσα τα διάφορα χρώματα, το είχα φτάσει σχεδόν στη μέση, το πήγαινα και στο σχολείο, να το δει η δασκάλα και να μου βάλει 10 και στο μάθημα της χειροτεχνίας!
Απ' την πολλή χαρά και τον σεβδά, όμως, το έχασα μια ωραία μέρα!
Ν' ανοίξει η γη, να με καταπιεί!
Έκλαιγα, έψαχνα στον δρόμο, δεν το βρήκα.
Στην σκέψη ότι σίγουρα θα φάω πάλι πολύ ξύλο, ξύπνησε η πονηριά, μέσα μου.
"Πού είναι το κέντημα;"
"Μου το πήρε η δασκάλα, να το τελειώσει εκείνη! Μου είπε ότι της άρεσε και ότι θέλει να με βοηθήσει, κι εγώ να διαβάζω κι άλλα "Προς την Νίκην"!
Με πιστέψαν οι δικοί μου, γλύτωσα το ξύλο, λέγοντας ψέματα.
Κάποια μέρα:
"Πρέπει να της τελείωσαν οι κλωστές της δασκάλας σου. Να την ρωτήσεις και να πας μ' αυτά τα λεφτά, να πάρεις κι άλλες!"
"Πήγες; Πήρες; Τις έδωσες;"
"Τις πήρα, τις έδωσα!"
Εγώ με τα λεφτά έπαιρνα σοκολάτες, καραμέλες, κ.λ.π. Νομίζω, τότε πρωτοπήρα φάκελο και γραμματόσημο και έστειλα γράμμα στη μάννα, γιατί της έγραφα κάθε βράδυ, μα τα έσκιζα και τα πέταγα το πρωί, στον μακρύ δρόμο για το σχολείο, σα σημάδια, μη χαθώ, όταν γυρίζω.
(Τότε δεν υπήρχαν σπίτια εκεί. Ελαιώνες και αμυγδαλιές, μόνο.)
Κι ήρθε ο καιρός που πλησίαζαν να κλείσουν τα σχολεία.
Εγώ ξέροντας πως το κέντημά μου θα έλειπε απ' την Έκθεση του σχολείου και θα το μάθαιναν οι δικοί μου, έκλαιγα πριν μέρες, για το ξύλο που θα έτρωγα.
Ήθελα την μαμά μου, ήθελα να πάω γρήγορα στην μαμά μου και δεν έτρωγα. Πονούσαν κοιλιές, πονούσαν όλα!
Ανησύχησαν οι δικοί μου:
"Θα πας σε δυο μέρες και θα μείνεις όλο το καλοκαίρι! Κάνε δυο μέρες υπομονή, να πάρουμε το ενδεικτικό, να πάρουμε και το κέντημα!"
"Όχι, αύριο θέλω να πάω!"
Δε θυμάμαι πολλά πάνω σ' αυτό, πως πείστηκαν τόσο εύκολα και κανόνισαν και έφυγα, παραμονή!
Πήγα στη μάννα, χώθηκα στην αγκαλιά της, κι από τότε, δεν ξαναέφαγα ξύλο, ούτε ξαναείδα τον θείο!
Ο ξάδελφος, ο γιος του που ήταν φαντάρος, πήρε άδεια και ήρθε στο χωριό να μάθει: "γιατί έφυγα, γιατί!"
Κρυβόμουνα κι από κείνον, δεν του απάντησα, ποτέ, ακόμα, κι όταν μεγάλωσα.
Έφερε στην μάννα το 10 του ενδεικτικού μου για την Τετάρτη τάξη, όχι όμως τα κύματά μου!
Δεν έμαθα ποτέ την σκηνή της αντίδρασης της δασκάλας και των δικών μου, όταν το έμαθαν!
Αντρέπομαι, μα... ήμουνα παιδί, κι άλλο ξύλο, δεν άντεχε το κορμάκι μου!
Πολλά τα ψέματα, παπά μου, μα...
...Κι είμαι εδώ και σας τα γράφω, τώρα και πήγε 4:16!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το "κάτι" που μένει...