ΕΝΑ ΣΑΛΙΩΜΕΝΟ ΜΟΛΥΒΙ
Κάποια από τα ποιήματά μου, τα μάζεψα απ'τ' ανθισμένα
κλωνάρια των αρμυρικιών, άλλα γύρω από μηρμυγκοφωλιές,
μερικά άναψαν με το που τ' άγγιξα κι άλλα έμειναν σαν την κόρη
των ρομαντικών, που έσερνε "μόνον φθινόπωρα και άνοιξην καμμίαν".
Αγάπησα όσα κατευθύνθηκαν, σαν προσευχή,ενώπιόν Του,
τα ποιήματα- εσπερινοί, μου δρόσισαν τα χέρια, όταν η Πούλια άνθιζε
κι έλεγα "θου Κύριε,φυλακήν τω στόματί μου, αλλά, στα δάκτυλά μου,
άφησε
αυτό το σαλιωμένο μολύβι, να γράφω παντού, στα έπιπλα και την καρδιά μου",
ο Κέρουακ έγραψε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, σ' ένα ρολό χαρτιού υγείας,
εγώ,μαζεύω ποιήματα απ' τις πολύχρωμες ομπρέλες, την ώρα
που περνάει ένα ταξί και κλείνουν άδοξα,τινάζονται, σαν τους καρπούς
της ιπποκαστανέας, στη μύτη των διαβατών, προσφέροντας την
αίσθηση ότι τα βουνά ταξιδεύουν,περνούν απ' το ένα όνειρο στο άλλο,
έτσι όπως γίνεται με τα διηγήματα του Μάριου Χάκκα,ο μισοσαστισμένος
ήρωας μπερδεύει τις πόρτες των μικρών κειμένων,το θάνατο και τη ζωή.
Υγ. Τι να πρωτοκλέψω; Κλέβεται ο Γιάννης; Στερεύει ο Γιάννης;
Τον χαίρομαι που γράφει ασταμάτητα, τον καμαρώνω, του εύχομαι ΥΓΕΙΑ κ.λ.π. και η καθυστερημένη Δόξα, θέλοντας και μη, θα έρθει!
Ήδη τρέχει και πολύ άργησε!