Για «τη μεγάλη Ιστορία της χώρας και τη μικρή ιστορία του ανθρώπου»,
για «το ελαττωματικό σύστημα που έχουμε δημιουργήσει» και για το
ενδεχόμενο «να χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Κάρολο Μαρξ»
Για «τη φαντασία που είναι πραγματικότητα και για την πραγματικότητα
που είναι φαντασία», για την εποχή μας και για την κρίση, για «τους
ανθρώπους που έχασαν τα σπιτικά τους και τα σπίτια τους», για τον φόβο
του κομμουνισμού, τον μακαρθισμό και τα Νόμπελ, για όλα μίλησε ο
σπουδαίος και, απ' ό,τι αποδείχθηκε, πολυαγαπημένος Αμερικανός
συγγραφέας Πολ Οστερ συνομιλώντας με τον Ηλία Μαγκλίνη χθες βράδυ στη
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.Ακόμα και για τα προσωπικά και οικογενειακά μυστικά του. Για την εμπειρία θανάτου που είχε στην κατασκήνωση όταν ήταν δεκατεσσάρων χρόνων και σκοτώθηκε ο διπλανός του από κεραυνό στην καταιγίδα «πέντε, έξι δευτερόλεπτα να είχα καθυστερήσει και θα ήμουν εγώ».
Το ξεκίνημα μιας νέας εκδοτικής πορείας στη χώρα μας ήταν η αφορμή. Από το «Μεταίχμιο» και σε καινούργιες μεταφράσεις του Σπύρου Γιανναρά και της Σταυρούλας Αργυροπούλου κυκλοφόρησαν πρόσφατα «Ο αόρατος», «Η τριλογία της Νέας Υόρκης», το «Σάνσετ Παρκ» και τα «Ημερολόγια του χειμώνα».
Στο μυθιστόρημα «Σάνσετ Παρκ» η κρίση και η οικονομική κατάρρευση. Το ξεκίνησε μέσα στην κρίση με τους ανθρώπους να χάνουν τα σπίτια τους. «Μετά την 11η Σεπτεμβρίου όλα επιτρέπονται, μπορεί η κυβέρνηση να παρακολουθεί τα τηλέφωνα, ακόμα και το ποια βιβλία διαβάζει ο καθένας» θα πει και, αναφερόμενος στον Ομπάμα, ότι είναι «ένα εξαιρετικά ικανό άτομο», όμως «το πρόβλημα είναι οι Ρεπουμπλικάνοι». «Τώρα είμαστε περισσότερο διαιρεμένοι κι απ' όταν ήμασταν στον εμφύλιο», θα επιμείνει αποκαλύπτοντας ότι και σ' όλο τον κόσμο η κρίση είναι το ίδιο.
«Ιδια η κρίση»
«Πριν έρθω σε σας ήμουν στην Πολωνία και στη Γαλλία, και παντού ακούω τα ίδια». Αναφερόμενος στη γραφή του θα επιμείνει πως έχει γράψει 16 κάθε άλλο παρά αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα, τα αυτοβιογραφικά του αφορούν μόνο πέντε χωρίς να είναι, εντούτοις, αυτοβιογραφία. Παρ' όλα αυτά, μιλώντας στη Στέγη και στον Ηλία Μαγκλίνη υπήρξε γενναιόδωρα αποκαλυπτικός, αναφέρθηκε ακόμα και στο οικογενειακό μυστικό, το ότι η γιαγιά του είχε σκοτώσει κάποτε τον άπιστο παππού του: «Από τα πέντε παιδιά τους δεν μιλούσε κανείς, τα ξαδέλφια δεν ξέραμε τίποτα κι όταν ρωτούσα τον πατέρα μου, έλεγε πότε ότι ο παππούς μου πέθανε στον πόλεμο, πότε σε κυνηγετικό ατύχημα και πότε ότι έπεσε από μια στέγη». Μια εξαδέλφη του το έμαθε από έναν ηλικιωμένο: «Πώς λέγεστε; Οστερ; Από πού είστε; Α, είστε συγγενείς με εκείνη την κοκκινομάλλα που είχε σκοτώσει τον άντρα της!».
Θα αναφερθεί στις συμπτώσεις και στο τυχαίο που διακρίνει το έργο του, στο παράδοξο και στα μεγάλα ζητήματα όπως η πτώση, η απώλεια και ο θάνατος, στην ανάγκη του γράφοντας να επανεφεύρει τα πράγματα. Στις παράδοξες ιστορίες που αγαπά και στα φιλοσοφικά παζλ, στους συγγραφείς, «η λογοτεχνία είναι υπερεθνική», θα τονίσει. Στο «ελαττωματικό σύστημα που έχουμε δημιουργήσει, αλλά κανείς δεν ξέρει πώς να το αλλάξει». Στην παλιά θρησκευτική σχεδόν πίστη στο μέλλον «κανείς πια δεν πιστεύει στο μέλλον, όλοι είμαστε λιγότερο ή περισσότερο καπιταλιστές, ίσως χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Κάρολο Μαρξ». Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ήταν κατάμεστη, ανάμεσα στο κοινό πάρα πολλοί συγγραφείς.
«ΧΩΡΙΣ ΧΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ»
Το να γράφεις λογοτεχνία σημαίνει «μια ζωή μοναξιάς, χωρίς χρήματα και ενδεχομένως και χωρίς αναγνώστες» και δεν θα το συνιστούσε σε κανέναν. Αν πάλι κάποιος θέλει να γράφει, ας το κάνει, «δεν μπορεί εξάλλου να κάνει αλλιώς», αλλά να ξέρει «ότι ο καθένας πορεύεται μόνος του, δεν υπάρχουν συνταγές και κανόνες».
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το "κάτι" που μένει...