Αλκυόνη Παπαδάκη - αποσπάσματα
Πάρε το βλέμμα σου από τα πόδια σου… Κοίταξε πέρα, μακριά, στον ορίζοντα… Εκεί σε περιμένει η ζωή… Μπροστά… Αλκυόνη Παπαδάκη
Η ζωή δεν μαθαίνεται από δεύτερο χέρι..
Δεν είναι μια κυρία που φτάνει μόνο να στη συστήσουν
με όλους τους κανόνες της ευγένειας κι εσύ
να χαμογελάς,.. να κάμεις ελαφρά υπόκλιση και
να πεις χαίρω πολύ…
Ζήσε για να μάθεις…
Πάρε τα ρίσκα σου..
Μη φοβάσαι…
Δεν ειναι πιά η ζωή μου μια πορεία στην έρημο...
ξαφνικά η έρημος γέμισε κόκκινα τριαντάφυλλα...
ξαφνικά η έρημος γέμισε κόκκινα τριαντάφυλλα...
ξαφνικά οι μέρες μου γέμισαν ήλιο...
ξαφνικά οι νύχτες μου γέμισαν δίδυμα φεγγάρια....!!!!
Γιια κοίτα, φίλε μου, πώς γυρίζει ο τροχός!!!!
Δε χάθηκε ο ήλιος... στο σκούρο σύννεφο κρύφτηκε...
Δε χάθηκε ο ήλιος... στο σκούρο σύννεφο κρύφτηκε...
περίμενε λίγο... όλα θα αλλάξουν
Δε σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο...
Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί
σου...
Να σου στείλω ένα μήνυμα... Κι εσύ δεν άκουγες...
Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου,
για να καθήσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με
την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη.
Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει. Όταν δεν
υπάρχει τίποτα γίνεται πιο σκληρός.
Πιο κοφτερός. Σε παίρνει το κατόπι κι όπου σε βρει σε
μαχαιρώνει,
ώσπου να σε ρημάξει...
Μόνο οι πολύ δυνατοί, οι πολύ οχυρωμένοι τα βγάζουν πέρα.
Κι εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο δυνατή.
Και καθόλου οχυρωμένη.
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης.
Είχες πυξίδα...
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή..
Άραξες το σκέφος σου σε απάνεμο λιμάνι..
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα...
Ναυάγησα...
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα...
Ταξίδευα σ' ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ' αυτιά μου
ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες..
Όπου μου λεγαν πήγαινα...
να παιχνίδι είναι ο έρωτας και εσύ δεν το έμαθες ακόμη...
...
Τι λες πως είναι η ζωή;
Ένα λουλούδι, μια δροσιά, ένα τραγούδι!
Μη με κοιτάς... θέλει βουτιά ο έρωτας...
«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η
νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»
«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες
κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που
στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για
φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες
ψυχές.»
«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία
θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με
περιμένεις…»
«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν.
Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι
όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα
τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»
«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το
βλέμμα της απουσίας.»
«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη
ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως
είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα
‘’πατουχάκια’’ σου…»
«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»
«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην
τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της
ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»
«Αυτό το ''απόλυτα εντάξει'' πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια
αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη
τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι
πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια
του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«"Να ονειρεύεσαι ..." μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με
ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν.
Παραπλανούν.
Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι ...
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι ...
Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!
Έχει και παρακάτω ...;
Έχει κι άλλο ...
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται,
ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»
«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν
την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει
κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’
Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα
ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»
"Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη
βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να
μου δώσουν μια ομπρέλα.»
«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη
γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις
προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»
«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.
Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.
Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.
Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο
κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.
Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι
των ποδιών τους.
Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε
φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.
Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις,
που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.
Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»
«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την
αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι
ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»
ιαφορετικόάρωμα άγριου κύμινου
Ενοχή
σαν τα καπέλα των μανιταριών, κάτι σαν μούχλα από μπαγιάτικο ψωμί
Έρωτας
άρωμα ροδακινιού
Λάθος
άρωμα κόκκινου σταφυλιού
Νοσταλγία
σαν μανουσάκι στο λόφο, την ώρα του δειλινού
Όνειρο
άρωμα δυνατό, μεθυστικό, άρωμα νάρκισσου
Πάθος
αφρισμένη θάλασσα και σάπια φίκια, μια βαριά μυρωδιά ιωδίου
Φιλί
μυρωδιά άγριου τριαντάφυλλου
Φόβος
μυρωδιά καμένου ρούχου
Χάδι
μυρωδιά κανέλας
Χαμόγελο
άρωμα μανιταριού, όταν του πατάς τη φλούδα με το νύχι σου
Η αγάπη, μια σιγανή βροχή που τραγουδάει πάνω στη λαμαρίνα, αυτό πρέπει να είναι η αγάπη. Το πάθος σεληνιάζεται, μάτια μου. Αφηνιάζει σαν το μουλάρι κι αρχίζει το ποδοβολητό. Ουαί και τρισαλίμονο σ’ όποιον βρεθεί στο πέρασμα του! Δεν έχει έλεος το πάθος, δεν έχει σταματημό...
Φύλλο δεν κουνήθηκε. ... άνοιξε με δύναμη την ουρά της και γρατσούνισε τα όνειρα μιας νυχτερίδας που είχε κρεμαστεί ανάποδα στο γιακά της σιωπής.
Σε πνίγει η αγάπη όταν σε πιάνει από το λαιμό, έτσι δεν είναι, ...; Έτσι ακριβώς, .... Η αγάπη πρέπει πάντοτε να σε συνοδεύει· να σου κρατάει συντροφιά· να γέρνεις στον ώμο της και να ονειρεύεσαι. Αν πέσει απάνω σου και σε πλακώσει, τελείωσες.
Που ξέρω; Μπορεί να της είπαν, πως μόνος του κανείς γίνεται από σκουλήκι πεταλούδα. Μόνο που πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Μπορεί να της είπαν, πως ολ’ αυτά τελικά είναι όνειρο, μια φαντασίωση, μια κυριακάτικη εκδρομή στο βλέμμα του Θεού... Που ξέρω;
Χα, οι άνθρωποι! Κατεβάζουν ολόκληρο στόλο και βάζουν μπρος τα κανόνια για να κυνηγήσουν ένα ζευγάρι κοχύλια που ξελογιάστηκαν και βγήκαν τσάρκα στην αμμουδιά. Ένα ζευγάρι Κατειρήνες που ήθελαν να γίνουν κάποτε αστέρια.
Τι μπορεί να προσφέρει, αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού; Μπορεί να μάθει το ποτάμι να ονειρεύεται...
Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα νουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.
Η ερημιά είναι όπως η φωλιά της αράχνης, .... Μόνος του την πλέκει κανείς. Βγάζει την κλωστή από μέσα του, σαν το σάλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το "κάτι" που μένει...