Είχα καιρό να περάσω απ' την Μεταμόρφωση. Πρόσωπα αγαπημένα που έμεναν εκεί κοντά και πολύς ελέυθερος χρόνος, μ' έκαναν να καθήσω σ' ένα πεζουλάκι, για ώρα.
Είδα να περνά κόσμος πολύς, γάμος γίνονταν, ο γαμπρός, ένας αδύνατος μελαχροινός, όμορφο παλικάρι, φορούσε και παπιόν, ήταν περιτριγυρισμένος από φίλους και συγγενείς, κι ένας βλάμης, μάλιστα (με άσπρο μαντήλι στον λαιμό), κρατούσε ένα ραδιάκι κοντά στ' αυτί του! Ήμουνα σίγουρη πως άκουγε ποδόσφαιρο και μάλιστα, πρέπει να είχε πολλή αγωνία για την ομάδα του, ίσως περισσότερη κι απ' το "γιατί αργούσε η νύφη"! Ευτυχώς, εκείνη, δεν άργησε πολύ, ήρθε μαζί με το λιγοστό σόι της, κι αφού την προυπάντησε εκείνος και της έδωσε τις μαργαρίτες, ( νομίζω την αγριοκοίταξε κιόλας, μάλλον δεν του άρεσε το μαλλί, μπορεί να ήταν κι ιδέα μου, δεν ξέρω, εκείνη ξέρει), τράβηξαν όλοι μέσ' την εκκλησιά, το ζευγάρι να ευλογηθεί, να γίνει νόμιμο και να δώσει όρκο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι θα σέβεται ο ένας τον άλλον, κ.λ.π. κ.λ.π. και ο κόσμος να χαρεί, να χαζέψει, να είναι μάρτυρας στα πραχθέντα και στα υπογραφέντα, ότι γίνεται δηλαδή, σε όλους τους γάμους.
Είδα και μια γριούλα δακρυσμένη, ήθελα να τρέξω να την πάρω αγκαλιά, μα σκέφτηκα, δεν ανήκει σε μένα αυτή η εικόνα... Ήξερα πως έκλαιγε από χαρά, πάντως. ( Ένστικτο).
Είδα μια κυρία, γύρω στα 30, να κρατάει στην αγκαλιά της ένα κοριτσάκι με πολύ όμορφα ρουχάκια και καπελάκι, κρατούσε στα χέρια της και μια μεγάλη λαμπάδα, μάλλον ήταν νουνά και πήγαινε να το κοινωνήσει, να το φέρει στον σωστό δρόμο του Θεού.
Είδα μια μαμά, μικρότερη από 30, γύρω στα 25, να κατεβαίνει την Μεταμορφώσεως με ένα ποδήλατο που πίσω είχε ένα παιδικό καλαθάκι, ν' αφήνει ένα κοριτσάκι απέναντι στον Βρεφικό Σταθμό, κι εκείνο να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει, ασταμάτητα. Είδα την μαμά, να σκουπίζει με τρόπο τα μάτια της, να στηρίζεται για λίγο στον τοίχο και μετά, να καβαλάει το ποδήλατο και να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει. Μου φάνηκε πως ήταν έγκυος; Ή όχι;
Είδα μια μαμά, να κατεβαίνει περπατώντας με δυο παιδάκια, (μάλλον 27αρα την έκανα), ένα κοριτσάκι, κι ένα αγοράκι, κοντοστάθηκαν με το που έφτασαν στο προαύλιο της Εκκλησίας, κι αντί να πάνε στις κούνιες, όπως περίμενα, τους είδα όλους μαζί, να κάθονται πάνω στα κλαδιά μιας αγγελικούλας και να μιλάνε! Τα παιδάκια ανέβηκαν στα πιο ψηλά κλωνάρια, η μαμά κάθισε πιο χαμηλά, κοντά στον κορμό. Αυθόρμητα, (μα τελείως, όμως!), τέντωσα τ' αυτιά! Ήθελα ν' ακούσω τι συζήτηση είχαν που ήταν τόσο καλύτερη απ' την παιδική χαρά και δεν έτρεξαν κατά κει, τα παιδιά!
"Πάλι την Σταχτοπούτα θα πούμε; Δεν την βαρεθήκατε;" άκουσα την μαμά.
"Όχι, μαμά! Μας αρέσει!" είπε το κοριτσάκι, που είχε κι ένα κοτσιδάκι!
"Μα, μ' αρέσει, μαμά! Πες, μαμά! Πάλι!" είπε κι ο μικρός.
"Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι...." άρχισε η μαμά.
... Σα να την ακούω, ξανά.
Υγ. Αθάνατες Αγγελικούλες, με συγκινήσατε! Τα ξύλα δεν κατάλαβα για τι ακριβώς τα έβαλαν. Μήπως για τα πουλιά; Ή μήπως έγιναν πραγματικά καθίσματα, λίγο πιο βολικά από τότε, για πολλά παιδιά; Μακάρι! Χαίρομαι!