Ετυμολογία
- υπερπροσπάθεια < υπερ- + προσπάθεια
Ουσιαστικό
υπερπροσπάθεια θηλυκό- πολύ έντονη προσπάθεια, τόσο ώστε να εξαντλεί τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις αυτού που την καταβάλλει
Όπως τα λέει.
Έχω κάνει πολλές φορές στη ζωή μου, μα δυο, τόσο δυνατές μέσα σ' ένα 48ωρο και βάση του νέου κλονισμού υγείας που προέκυψε, είναι πολύ!
Σιγά - σιγά, χαλαρά, όσο μπόρεσα, όσο μπορέσω.
1
2
3
...Περαστικά σου!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα περάσει κι αυτό... θα... σε εξαντλήσει, λίγο... μα θα περάσει!!!!!!!!
Σίγουρα σε ΘΕΛΟΥΜΕ!!!
Φιλί από ΝΥ, Υιώτα
Δεν κουράστηκες να λες, "περαστικά", Γιώτα μου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα, δεν κάθομαι και σ' ένα κρεβάτι, να πάρω τα πάνω μου!
Άμα έχει αγκάθια ο πωπός... παιδεύεσαι!
Τέλος πάντων, να περάσει κι αυτό, να βάλω κανένα κιλό, πριν με πάρει ο αέρας!
Αντέχω, Γιώτα μου, φιλάκια, αντέξ' τε κι εσείς!
Αμοιβαία η "θέληση"!