...Ποιά χαρτάκια και σημειώσεις;...
Κολοκύθια, νερόβραστα...
Χύμα, μια ζωή!
Εδώ, το λοιπόν, τσάκα τσάκα!
Μόλις ξαναμπήκε ο γιος, κάτι ξέχασε.
"Τι ξέχασες, γιέ μ';" (Τό 'χουμε το αστείο μας).
Κι εκείνος, δεν απάντησε. Η ματιά του κάτι έψαχνε στην γύρα, κάτι να βρει, δεν είδα τι, γιατί μάλλον το βρήκε στο σαλόνι που απ' την κουζίνα, δεν φαίνεται.
Μου χαμογέλασε μόνο, πονηρά. Το έπιασα το υποννοούμενο!
"Δεν πρόλαβα να φύγω και θρονιάστηκες γρήγορα στον υπολογιστή, μη χάσεις!"
"Ναι, γιέ μ', κάθισα... Κάτι με πίεσε πολύ και ήθελε να βγει...."
Δεν του το είπα, όμως, το γράφω, δεν πειράζει, το ίδιο είναι!
...Και που λες, γιατί έτσι θα πάει, δε γίνεται κι αλλιώς, έσκασε η βαλβίδα...
Νωρίτερα, μου χτύπησε την πλάτη, ως συνήθως, με το: "Γειά σου, ρε, μάνα!"
Αυτή η φράση του, ανάλογα πότε θα την πει, πότε βγάζει αγάπη, πότε θυμό, πότε ικανοποίηση, επιβράβευση, ειρωνία, πολλά! Είπαμε, ανάλογα... Πάντως, πάντα, κάτι βγάζει!
"Γιέ μου, τρελάθηκα με τόσα ρούχα! Θα τα πάω λαϊκή! Ταράχτηκα...Μ' έπνιξαν!" Κι εκεί άρχισα να του τραγουδάω το "Τά ρα χή!" του Λεππά. (Δεν συζητάμε για το ξεχώρισμα των φτωχών και του "πέτα", βεβαίως, βεβαίως!)
Να γελάς και να κλαις, μαζί!
...Νωρίτερα, κρατώντας "κάτι" στα χέρια μου, έτρεξα στο δωμάτιό του:
"Γιέ μου, το λαδόπανό σου!" έλεγα με συγκίνηση, κάτι παραπλήσιο με το "στάσου, μύγδαλα...", μα εκείνος συνέχιζε να τρέχει, να μιλάει, ήθελα να πω, στο τηλέφωνο με την κοπέλα του, κοιτάζοντας προς το παράθυρο, μη και του "κλέψω" την προσοχή και εκτεθεί!
Δε ζορίστηκα. Κατάλαβα. Δεν ξέχασα τι θα πει "νειάτα", ούτε πεθερά! Ήμουνα πάντα και "προχωρημένη" μάνα, όπως επιβεβαιώνει η κόρη, που ξέρει πολλά! Κατάλαβα. Δεν ήταν η κοινή στιγμή μας! Καλά να είμαστε, θα είναι άλλη στιγμή!
Πήρα στροφή και πήγα στο μπάνιο. Ώρα να πλυθεί, να μοσχοβολήσει, η περιβόητη κοινή στιγμή μας!
Σήμερα στα μπαλκόνια μου έχω απλωμένα τα λευκά! Δαντελίτσες, τούλια, κουνουπιέρες, λαδόπανα και σεντονάκια, τραπεζομάντηλα κ.λ.π. κυρίως, μωρουδιακά!
Χάρηκα...
Η γειτόνισσά μου έχει τρία μικρά παιδάκια, ζωή και τύχη, να έχουν.
Φυσιολογικότατη η μπουγάδα της!
Μα, κι η δική μου, φυσιολογικότατη! Ποιος είπε πως τα τριαντάρικα, δεν είναι ακόμα παιδιά;
Ποιος είπε πως η μάνα, δεν παραμένει, μάνα;
Ποιος είπε κάτι, για την αξεπέραστη Ελληνίδα μάνα;
Ποιος είπε κάτι, για το Ν... της κάθες μάννας, όταν διπλασιάζεται, ακόμα κι όταν "ταράζεται";
Πάμε, Λευτέρη!
Εδώ που έφτασα, έχω ανάγκη να τ' ακούσω!Θέλω να σ' ακούω, να το λες!
Κολοκύθια, νερόβραστα...
Χύμα, μια ζωή!
Εδώ, το λοιπόν, τσάκα τσάκα!
Μόλις ξαναμπήκε ο γιος, κάτι ξέχασε.
"Τι ξέχασες, γιέ μ';" (Τό 'χουμε το αστείο μας).
Κι εκείνος, δεν απάντησε. Η ματιά του κάτι έψαχνε στην γύρα, κάτι να βρει, δεν είδα τι, γιατί μάλλον το βρήκε στο σαλόνι που απ' την κουζίνα, δεν φαίνεται.
Μου χαμογέλασε μόνο, πονηρά. Το έπιασα το υποννοούμενο!
"Δεν πρόλαβα να φύγω και θρονιάστηκες γρήγορα στον υπολογιστή, μη χάσεις!"
"Ναι, γιέ μ', κάθισα... Κάτι με πίεσε πολύ και ήθελε να βγει...."
Δεν του το είπα, όμως, το γράφω, δεν πειράζει, το ίδιο είναι!
...Και που λες, γιατί έτσι θα πάει, δε γίνεται κι αλλιώς, έσκασε η βαλβίδα...
Νωρίτερα, μου χτύπησε την πλάτη, ως συνήθως, με το: "Γειά σου, ρε, μάνα!"
Αυτή η φράση του, ανάλογα πότε θα την πει, πότε βγάζει αγάπη, πότε θυμό, πότε ικανοποίηση, επιβράβευση, ειρωνία, πολλά! Είπαμε, ανάλογα... Πάντως, πάντα, κάτι βγάζει!
"Γιέ μου, τρελάθηκα με τόσα ρούχα! Θα τα πάω λαϊκή! Ταράχτηκα...Μ' έπνιξαν!" Κι εκεί άρχισα να του τραγουδάω το "Τά ρα χή!" του Λεππά. (Δεν συζητάμε για το ξεχώρισμα των φτωχών και του "πέτα", βεβαίως, βεβαίως!)
Να γελάς και να κλαις, μαζί!
...Νωρίτερα, κρατώντας "κάτι" στα χέρια μου, έτρεξα στο δωμάτιό του:
"Γιέ μου, το λαδόπανό σου!" έλεγα με συγκίνηση, κάτι παραπλήσιο με το "στάσου, μύγδαλα...", μα εκείνος συνέχιζε να τρέχει, να μιλάει, ήθελα να πω, στο τηλέφωνο με την κοπέλα του, κοιτάζοντας προς το παράθυρο, μη και του "κλέψω" την προσοχή και εκτεθεί!
Δε ζορίστηκα. Κατάλαβα. Δεν ξέχασα τι θα πει "νειάτα", ούτε πεθερά! Ήμουνα πάντα και "προχωρημένη" μάνα, όπως επιβεβαιώνει η κόρη, που ξέρει πολλά! Κατάλαβα. Δεν ήταν η κοινή στιγμή μας! Καλά να είμαστε, θα είναι άλλη στιγμή!
Πήρα στροφή και πήγα στο μπάνιο. Ώρα να πλυθεί, να μοσχοβολήσει, η περιβόητη κοινή στιγμή μας!
Σήμερα στα μπαλκόνια μου έχω απλωμένα τα λευκά! Δαντελίτσες, τούλια, κουνουπιέρες, λαδόπανα και σεντονάκια, τραπεζομάντηλα κ.λ.π. κυρίως, μωρουδιακά!
Χάρηκα...
Η γειτόνισσά μου έχει τρία μικρά παιδάκια, ζωή και τύχη, να έχουν.
Φυσιολογικότατη η μπουγάδα της!
Μα, κι η δική μου, φυσιολογικότατη! Ποιος είπε πως τα τριαντάρικα, δεν είναι ακόμα παιδιά;
Ποιος είπε πως η μάνα, δεν παραμένει, μάνα;
Ποιος είπε κάτι, για την αξεπέραστη Ελληνίδα μάνα;
Ποιος είπε κάτι, για το Ν... της κάθες μάννας, όταν διπλασιάζεται, ακόμα κι όταν "ταράζεται";
Πάμε, Λευτέρη!
Εδώ που έφτασα, έχω ανάγκη να τ' ακούσω!Θέλω να σ' ακούω, να το λες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το "κάτι" που μένει...