Αργά μεσημεράκι ήρθε η κολώνα μου κι είδα με χαρά κρυφή, μια σακούλα στο τραπέζι.
"Ρε, μπας κι έφερε κανένα γλυκάκι, κι όχι αυγουλάκια και ψαράκια, όπως συνηθίζει;"
Πλησίασα στο τραπέζι, αρκετά περίεργη.
"Τί μ' έφερες άντρα μ', κολώνα μ', εσύ;"
"Κρεμμυδάκια!"
Μπα, δε μοιάζανε για κρεμμυδάκια, τα εντός της σακούλας. Πλάκα μού 'κανε. Ακόμα δεν τα είχα δει.
Ανοίγω και κοιτάζω, αλλάζοντας έκφραση, αυτή, ντε, που μοιάζει με κείνο το "γκρρρρρ"!
"Κουρκάρ'" το λέν' άντρα μου!
"Κρεμμυδάκια είναι κι εσύ θα τα φυτέψεις, έτσι!" και μού 'δειξε πώς, λες και δεν είμαι από χουριό!
Κάποιος θα του το είπε, ίσως ο γεωπόνος και μου έκανε τον έξυπνο.
Ήθελα να τον κάνω με τα κρεμυδάκια, πραγματικά!
"Έχω τόσες δουλειές ανακατεμένες αυτές τις μέρες, τα κρεμυδάκια μού έλειπαν!"
"Εσύ, δεν είπες, όταν φύτεψες τα μαρούλια, να φέρω και κρεμυδάκια; Άσε, θα τα φυτέψω εγώ!"
"Τι λες, τώρα, καλέ μου! Θέλω να ξέρω που θα πατώ και που πηγαίνω, μέχρι να φυτρώσουν! Πήγαινε για μπανάκι εσύ, τάισε και την Ελπίδα και να της πεις πως έμπλεξα με τις δουλειές κι ότι δεν την ξέχασα!"
Πήγε.
Όλα στη μέση.
Η "ζωγραφική" της κουζίνας, δεν τελείωσε! Θέλει κι άλλα χέρια βερνίκι, όλο και κάποιος θα τρώει, μη του την σπάσω, κιόλας, γιατί αργεί και να στεγνώσει! Πού να κάτσεις; Όλο εμπόδια. Λες να φύγει για το χωριό, πριν την ώρα του, αυτό το τραπέζι;
Με τα ρούχα θα παιδεύομαι καμιά βδομάδα. Ας είναι καλά η υγρασία της σκεπής που μου πρόσθεσε την φροντίδα της προίκας μια ολόκληρης ζωής, πέρα απ' τα χειμωνιάτικα...
Ας είναι! Όλα θα γίνουν!Σιγά, σιγά.
Ώρα για τσαπάκι και κρεμυδάκι. Κρίμα να χάνουν χρόνο. Πρέπει να δέσουν, να γίνουν ένα με την γη, να δώσουν καρπό.
Πάμε, κορκαράκι μου! Πάμε! Εδώ είμαι εγώ! Σκλάβα και κυρά!
Ώρα, 6:16
******
Κι ύστερα, 8:21, ημέρα Τρίτη, κάθισα πάλι για τσιγαράκι, γιατί στα όρθια, δεν το καταλαβαίνεις, το άτιμο!
...Εκεί που φύτευα, που λες, άκουσα σφύρηγμα. Η κολώνα μου, γύρισε και μου έκανε πλάκα απ' το μπαλκόνι. "Τι κάνεις εκεί;"
"Τα κρεμμυδάκια σου!"
Όταν ανέβηκα, χαμογελούσε...
"Τι θα βγουν; Πιπεριές;"
"Και μαρούλια!" του είπα.
Μ' ένα "λάι λάι", έφυγε προς μπάνιο μεριά, να ξεβγάλει την αλμύρα. Ζεστή η θάλασσα, ζέστα και έξω, 30 άτομα κόσμος! και το ξενητεμένο μας γατί, έφαγε δυο κονσέρβες!όπως μου είπε, εν διαδρομή!
Εγώ, ευκαιρία έψαχνα, να βρω το τραγούδι. Ότι θυμάμαι, ότι φέρνει μια συζήτηση ή μια σκέψη, θα το ψάξω! Έψαχνα ώρα, ντεν! Ούτε στο "λάι - λάι", ούτε στο "φύτεψα ντομάτες βγήκαν πιπεριές", μου έδειχνε κάτι.
Παίρνοντας την τελευταία σκαφίδα για άπλωμα απ' το μπάνιο, τον ρώτησα:
"Ποιος είναι ο τίτλος απ' το τραγούδι; Δεν το βρίσκω!"
Η σκαφίδα, μπίμπα! Πήγα να την σηκώσω:
"Ασε, να σε βοηθήσω. Είναι βαριά."
"Τώρα... Κουβάλησα τόσες όλη μέρα!"
Με βοήθησε και την πήγαμε στο μπαλκόνι, ενώ τραγουδούσε:
"Λάι, λάι, λάι, λάι", ώσπου σταμάτησε απότομα και μου είπε σοβαρός:
"θα το ρίξω φόλα, το σκυλάκι σου!"
"Εγώ να δεις", σκέφτηκα!
"Έτσι πρέπει να είναι ο τίτλος", συνέχισε.
Ήρθα και το βρήκα. Σ' ένα "σου", έκανε λάθος και στα λόγια το έχει σε άλλη παραλλαγή. Ας είναι!
Έχουμε χιούμορ, δεν το συζητάμε!Ευτυχώς!
"Ρε, μπας κι έφερε κανένα γλυκάκι, κι όχι αυγουλάκια και ψαράκια, όπως συνηθίζει;"
Πλησίασα στο τραπέζι, αρκετά περίεργη.
"Τί μ' έφερες άντρα μ', κολώνα μ', εσύ;"
"Κρεμμυδάκια!"
Μπα, δε μοιάζανε για κρεμμυδάκια, τα εντός της σακούλας. Πλάκα μού 'κανε. Ακόμα δεν τα είχα δει.
Ανοίγω και κοιτάζω, αλλάζοντας έκφραση, αυτή, ντε, που μοιάζει με κείνο το "γκρρρρρ"!
"Κουρκάρ'" το λέν' άντρα μου!
"Κρεμμυδάκια είναι κι εσύ θα τα φυτέψεις, έτσι!" και μού 'δειξε πώς, λες και δεν είμαι από χουριό!
Κάποιος θα του το είπε, ίσως ο γεωπόνος και μου έκανε τον έξυπνο.
Ήθελα να τον κάνω με τα κρεμυδάκια, πραγματικά!
"Έχω τόσες δουλειές ανακατεμένες αυτές τις μέρες, τα κρεμυδάκια μού έλειπαν!"
"Εσύ, δεν είπες, όταν φύτεψες τα μαρούλια, να φέρω και κρεμυδάκια; Άσε, θα τα φυτέψω εγώ!"
"Τι λες, τώρα, καλέ μου! Θέλω να ξέρω που θα πατώ και που πηγαίνω, μέχρι να φυτρώσουν! Πήγαινε για μπανάκι εσύ, τάισε και την Ελπίδα και να της πεις πως έμπλεξα με τις δουλειές κι ότι δεν την ξέχασα!"
Πήγε.
Όλα στη μέση.
Η "ζωγραφική" της κουζίνας, δεν τελείωσε! Θέλει κι άλλα χέρια βερνίκι, όλο και κάποιος θα τρώει, μη του την σπάσω, κιόλας, γιατί αργεί και να στεγνώσει! Πού να κάτσεις; Όλο εμπόδια. Λες να φύγει για το χωριό, πριν την ώρα του, αυτό το τραπέζι;
Με τα ρούχα θα παιδεύομαι καμιά βδομάδα. Ας είναι καλά η υγρασία της σκεπής που μου πρόσθεσε την φροντίδα της προίκας μια ολόκληρης ζωής, πέρα απ' τα χειμωνιάτικα...
Ας είναι! Όλα θα γίνουν!Σιγά, σιγά.
Ώρα για τσαπάκι και κρεμυδάκι. Κρίμα να χάνουν χρόνο. Πρέπει να δέσουν, να γίνουν ένα με την γη, να δώσουν καρπό.
Πάμε, κορκαράκι μου! Πάμε! Εδώ είμαι εγώ! Σκλάβα και κυρά!
Ώρα, 6:16
******
Κι ύστερα, 8:21, ημέρα Τρίτη, κάθισα πάλι για τσιγαράκι, γιατί στα όρθια, δεν το καταλαβαίνεις, το άτιμο!
...Εκεί που φύτευα, που λες, άκουσα σφύρηγμα. Η κολώνα μου, γύρισε και μου έκανε πλάκα απ' το μπαλκόνι. "Τι κάνεις εκεί;"
"Τα κρεμμυδάκια σου!"
Όταν ανέβηκα, χαμογελούσε...
"Τι θα βγουν; Πιπεριές;"
"Και μαρούλια!" του είπα.
Μ' ένα "λάι λάι", έφυγε προς μπάνιο μεριά, να ξεβγάλει την αλμύρα. Ζεστή η θάλασσα, ζέστα και έξω, 30 άτομα κόσμος! και το ξενητεμένο μας γατί, έφαγε δυο κονσέρβες!όπως μου είπε, εν διαδρομή!
Εγώ, ευκαιρία έψαχνα, να βρω το τραγούδι. Ότι θυμάμαι, ότι φέρνει μια συζήτηση ή μια σκέψη, θα το ψάξω! Έψαχνα ώρα, ντεν! Ούτε στο "λάι - λάι", ούτε στο "φύτεψα ντομάτες βγήκαν πιπεριές", μου έδειχνε κάτι.
Παίρνοντας την τελευταία σκαφίδα για άπλωμα απ' το μπάνιο, τον ρώτησα:
"Ποιος είναι ο τίτλος απ' το τραγούδι; Δεν το βρίσκω!"
Η σκαφίδα, μπίμπα! Πήγα να την σηκώσω:
"Ασε, να σε βοηθήσω. Είναι βαριά."
"Τώρα... Κουβάλησα τόσες όλη μέρα!"
Με βοήθησε και την πήγαμε στο μπαλκόνι, ενώ τραγουδούσε:
"Λάι, λάι, λάι, λάι", ώσπου σταμάτησε απότομα και μου είπε σοβαρός:
"θα το ρίξω φόλα, το σκυλάκι σου!"
"Εγώ να δεις", σκέφτηκα!
"Έτσι πρέπει να είναι ο τίτλος", συνέχισε.
Ήρθα και το βρήκα. Σ' ένα "σου", έκανε λάθος και στα λόγια το έχει σε άλλη παραλλαγή. Ας είναι!
Έχουμε χιούμορ, δεν το συζητάμε!Ευτυχώς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το "κάτι" που μένει...